Ο γητευτής των γραμμάτων

[Published in Epsilon, a section of Eleftherotypia newspaper, a national newspaper in Greece, in June 2002. The conference references relate to the first ICTVC in Thessaloniki.]

 

Ο Γεράσιμος Λεωνίδας είναι ένας από τους ανθρώπους που πρωτοστατούν στην ανάπτυξη της τυπογραφίας στην Ελλάδα, αν και βρίσκεται μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα απ’ αυτήν. Εκτός από το να σχεδιάζει γραμματοσειρές για την ελληνική γλώσσα και να ασχολείται ο ίδιος επαγγελματικά με την τυπογραφία, διδάσκει, ακόμη, σε νέους ανθρώπους την, για πολλούς απόκρυφη, τέχνη και επιστήμη της τυπογραφίας, σ’ ένα από τα ξακουστά λίκνα της: το πανεπιστήμιο του Ρέντινγκ στην Αγγλία, όπου και είναι υπεύθυνος του σχετικού μεταπτυχιακού κύκλου σπουδών. Με την αφορμή του πρώτου Διεθνούς Συνεδρίου Τυπογραφίας και Οπτικής Επικοινωνίας, που γίνεται αυτή την εβδομάδα στην Θεσσαλονίκη και στου οποίου την επιστημονική επιτροπή είναι μέλος, μίλησε στο «Ε» για τη ζωή του στην τυπογραφία και για την ελληνική πραγματικότητα.

 

Κι αν σε ρωτήσει κάποιος συμπατριώτης σου «και τί ακριβώς κάνεις, βρε αδελφέ;», τί του απαντάς;

Να αρχίσω με μια διευκρίνηση: στην Ελλάδα ‘είμαι τυπογράφος’ σημαίνει ‘βάζω μελάνι στο χαρτί’· στην Ευρώπη, Βόρειο Αμερική, και Αυστραλία, όμως, σημαίνει ‘σχεδιάζω τη δομή και παρουσίαση των πληροφοριών, και προδιαγράφω συστηματικά τί πρέπει να γίνει ώστε να εμφανιστεί το μελάνι όπως πρέπει στο χαρτί’. Στην Ελλάδα περιπλέκουμε τα πράγματα, γιατί όχι μόνο δεν έχουμε ορολογία για τον τυπογράφο/typographer, αλλά ούτε και για αυτά τα δέκα-τόσα επαγγέλματα που πετάμε στον κορβανά της λέξης designer, με αποτέλεσμα να ρίχνουμε τις ερμηνείες μας στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή. ‘Τί θες να γίνεις παιδί μου όταν μεγαλώσεις;’ ‘Ντιζάινερ, μπαμπά.’ Και τί, άραγε, καταλαβαίνει ο γονιός εκείνη τη στιγμή; Πιο σημαντικό, τί εννοεί ο φιλόδοξος νέος;

 

Σε τί, λοιπόν, συνίσταται αυτή η παρεξηγημένη στην Ελλάδα δουλειά;

Είναι η διαδικασία με την οποία στήνουμε ένα σύστημα για να απεικονίσουμε πληροφορίες στο χαρτί ή την οθόνη, με τρόπο που να εξυπηρετεί μια πλειάδα από παράγοντες, χρηστικούς, εμπορικούς, και αισθητικούς στην ελάχιστη περίπτωση. Τα πράγματα γίνονται πιο ενδιαφέροντα όταν οι πληροφορίες που θέλουμε να μεταφέρουμε αυξάνουν σε πολυπλοκότητα και όγκο, που είναι συχνό φαινόμενο με το διαδίκτυο. Πάρε για παράδειγμα τις εφημερίδες: με την εξάπλωση των τηλεοπτικών δελτίων (ουσιαστικά μετά τον πόλεμο του Κόλπου) αντί φορείς ειδήσεων έγιναν παροχείς ανάλυσης και θεμάτων γενικού ενδιαφέροντος –βλέπε ένθετα, περιοδικά, και λοιπά. Με την ωρίμανση όμως του διαδικτύου βλέπουμε ότι οι εφημερίδες μετασχηματίζονται σε κόμβους πληροφοριών που συνδυάζουν αρχεία, ρεπορτάζ, ανάλυση, και εγκυκλοπαιδικές πληροφορίες γύρω από κάθε θέμα, και σε απλησίαστο προηγούμενα εύρος. Στην ουσία η έντυπη έκδοση αποτελεί περίληψη και αποκρυστάλλωση της έκδοσης στο δίκτυο. Ο ρόλος των τυπογράφων (γιατί τέτοιες δουλειές είναι πάντα συλλογικές υποθέσεις), πολύ περιληπτικά, είναι να δώσουν στο χρήστη να καταλάβει τι μπορεί να του παράσχει αυτός ο τόπος, πώς θα προσπελάσει τις πρώτες πληροφορίες, πώς θα δημιουργήσει συσχετισμούς με άλλες πληροφορίες που πιθανόν να αγνοούσε την ύπαρξή τους, πώς θα εξάγει και εκμεταλλευτεί τις πληροφορίες, και πώς θα ενσωματώσει αυτά που παρέχει ο τόπος στις καθημερινές του προσωπικές και επαγγελματικές διαδικασίες. Κι αν αυτό ακούγεται πολύ ευρύ, ορίστε ένα μικρό παράδειγμα: στις 23 Μαΐου η εναέρια κυκλοφορία στη Βρετανία τέθηκε σε κατάσταση ανάγκης επειδή οι ελεγκτές δε μπορούσαν να διαβάσουν σωστά το ύψος και τον αριθμό της πτήσης στην οθόνη τους. Το πρόβλημα εντοπίστηκε στο μέγεθος των αριθμών που απεικονίζουν τα στοιχεία της πτήσης, σε ένα σύστημα που στοίχισε πάνω από 600 εκατομμύρια λίρες. Κάθε φορά που μπαίνεις σε αεροπλάνο, λοιπόν, θα σκέφτεσαι ότι ο άνθρωπος από του οποίου τα χέρια κρέμεται η ζωή σου δε μπορεί να διαβάσει σε τι ύψος πετάς… Τώρα τρέχουν να δοκιμάσουν τροποποιημένα συστήματα. Έφερα αυτό το παράδειγμα γιατί αυτό το πρόβλημα, της παρουσίασης πληροφοριών στους ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας, έχει ερευνηθεί σε βάθος από μια ομάδα στο Reading πριν λίγα χρόνια, με πολύ ενδιαφέροντα αποτελέσματα.

Πέρα από το καθαρά λειτουργικό κομμάτι,  η εικόνα ενός κειμένου επηρεάζει τον αναγνώστη, ανεξάρτητα από το περιεχόμενο;

Βεβαίως και τον επηρεάζει. Όχι όμως στο επίπεδο ‘έβαλα γραμματοσειρά Garamond άρα το κείμενο θα δείξει ποιοτικό’· αυτός είναι απλοϊκός και παραπλανητικός τρόπος σκέψης. Στην πραγματικότητα δε μπορούμε να αποχωρίσουμε το κείμενο από το άμεσο αισθητικό και τυπογραφικό περιβάλλον του. Επιπλέον, καμία πράξη ανάγνωσης δεν υπάρχει σε πολιτισμικό κενό. Άλλωστε, μια γραμματοσειρά από μόνη της δεν μπορεί να ενσωματώσει την αξία του κύρους. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια στη σφαίρα της ανθρώπινης δημιουργίας που ταυτίζονται με την έννοια του κύρους. Αυτή η προσέγγιση δοκιμάστηκε κατά την Αναγέννηση, αλλά βέβαια κατέληξε σε αυτό-αναφερόμενα αδιέξοδα.

 

Πώς είναι η ζωή ενός ανθρώπου που ασχολείται με το να σχεδιάζει _γράμματα_, το πιο στοιχειώδες, ίσως, συστατικό ενός γραπτού κειμένου; Υπάρχει λίγο κι ένας μύθος γύρω από μια «μοναστική» νοοτροπία που προϋποθέτει…

Κοίτα, υπάρχουν άνθρωποι που ζουν μόνο από το σχεδιασμό γραμματοσειρών, αλλά είναι λίγοι. Οι περισσότεροι εργάζονται για εταιρείες, που κύριους πελάτες τους έχουν μεγάλες επιχειρήσεις. Στο σύνολό τους όλοι αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι περισσότεροι από δυο χιλιάδες σε όλον τον κόσμο. Αυτό αντανακλά το πολύ υψηλό επίπεδο γνώσεων και ικανοτήτων που απαιτούνται για να κάνει κανείς δουλειά πραγματικά υψηλού επιπέδου –γι’ αυτό και βλέπουμε συχνά στο χώρο να πηγαίνουν μεγάλες δουλειές στους ίδιους ανθρώπους. Υπάρχουν όμως πάρα πολλοί τυπογράφοι και σχεδιαστές που ενσωματώνουν τις γραμματοσειρές σε ευρύτερα portfolios, που είναι από πολλές πλευρές και πιο ενδιαφέρον.

 

Είσαι ένας άνθρωπος που βρέθηκες στη τυπογραφία εν μέσω της μεγάλης άνθησης, από την έλευση των υπολογιστών και μετά. Δεν αισθάνεσαι ότι ο υπολογιστής μπορεί και να στερεί λίγη απ’ τη χαρά, ή την τέχνη, του παραδοσιακού τυπογράφου; Ή και να ισοπεδώνει τη δημιουργικότητα κάποιου;

Αυτό είναι το μεγάλο ζήτημα στην εκπαίδευση εδώ και πέντε-έξι χρόνια. Σε πρώτο επίπεδο ο υπολογιστής είναι ένα ακόμα εργαλείο, και ως τέτοιο αρκεί απλώς να μάθουμε ποια κουμπιά πρέπει να πατήσουμε για να έχουμε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Όμως, από ένα επίπεδο πολυπλοκότητας και πάνω ο δημιουργός του εργαλείου και τα τεχνικά του χαρακτηριστικά αποκτούν ουσιαστική και διακριτή φωνή κατά τη χρήση του εργαλείου. Στην πράξη, βλέπουμε τις περισσότερες φορές ακόμα και έμπειρους σχεδιαστές να αφήνουν τον υπολογιστή να καθοδηγήσει τις αποφάσεις τους. Δυστυχώς, είναι λίγες οι σχολές αυτές που μαθαίνουν τους φοιτητές να σκέπτονται πώς να λύσουν το πρόβλημα, αντί πώς να χρησιμοποιούν το τάδε ή δείνα πρόγραμμα. Αυτή η προσέγγιση έχει και το άτυχο αποτέλεσμα να μειώνει την αξία του επαγγέλματος του σχεδιαστή: αντί ‘problem solver’ ο σχεδιαστής μετατρέπεται σε απλό χειριστή του μηχανήματος. Από συγγραφέας, δακτυλογράφος δηλαδή, για να το πούμε χοντρά.

Έπειτα, η τεχνολογία μετατρέπει ριζικά την έννοια της γειτονίας. Τώρα πια η δυσκολία έγκειται στην αξιολόγηση της πληθώρας των πληροφοριών που έχουμε στη διάθεσή μας. Τέλος, πρέπει να αναλογιστούμε την αλλαγή προσωπικοτήτων που φέρνει η νέα τεχνολογία. Πριν μερικά χρόνια για να σου φτιάξουν το τηλέφωνο ερχόταν ηλεκτρολόγος με κατσαβίδια και καλώδια. Τώρα ανακατεύεται κάποιος με Μάστερ στον προγραμματισμό και μάλιστα χωρίς να έρθει στο σπίτι σου. Αναπόφευκτα, η διαφορά της νοοτροπίας επηρεάζει και την παροχή των υπηρεσιών. Αντίστοιχα και στην τυπογραφία: παλαιότερα οι δεξιότητες μαθαίνονταν πρακτικά, δίπλα στον ‘μάστορα’, ενώ τώρα είναι δύσκολο για έναν άνθρωπο να αποθηκεύσει όλη αυτή την πληροφορία που απαιτείται.

 

Εσύ, πώς έγινες «Τυπογράφος»; Με την παραδοσιακή ή τη «σύγχρονη» οδό;

Τέλειωσα το σχολείο το 1986. Ακολούθησαν η ΑΣΟΕΕ και το Εργαστήρι Δημοσιογραφίας, και παράλληλα διάφορες δουλειές στο εκδοτικό χώρο, από κουβάλημα βιβλίων σε αποθήκη μέχρι κάποια πιο ουσιαστική ανάμιξη στην οργάνωση και παραγωγή εντύπων –μη φανταστείς όμως τίποτα τρομερά πράγματα. Μετά τη θητεία μου στο στρατό πήγα στο Reading για ένα μεταπτυχιακό δίπλωμα, και άρχισα το διδακτορικό μου. Άρχισα να συνεργάζομαι με διάφορους ανθρώπους σε τυπογραφικά και σχεδιαστικά έργα, και να γράφω σχετικά. Δύο μετακομίσεις, ένα γάμο και μια γέννηση παιδιού αργότερα, βρέθηκα επικεφαλής του προγράμματος για το Master’s Of Arts in Typeface Design, το μόνο πρόγραμμα τέτοιου επιπέδου στον κόσμο, και υπεύθυνος για το δεύτερο έτος των προπτυχιακών. Τώρα, διδάσκω γενική τυπογραφία, θέματα σχεδιασμού για το διαδίκτυο, και σχεδιασμό γραμματοσειρών. Παράλληλα, εκτός του Πανεπιστημίου, εργάζομαι ως επισκέπτης λέκτορας και ως σύμβουλος σε ζητήματα σχεδιασμού που αφορούν την ελληνική τυπογραφία.

 

Στην Ελλάδα, από τυπογραφικής άποψης, πώς είναι τα πράγματα;

Δυστυχώς, τίποτε από όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα δεν φτάνει στο εξωτερικό. Για παράδειγμα, το Δεκέμβρη του 2001 βρέθηκα στη Μόσχα, ως μέλος της κριτικής επιτροπής ενός διεθνούς διαγωνισμού γραμματοσειρών. Είχαμε πάνω από 700 υποβολές, που συμπεριλάμβαναν χώρες όπως η Αργεντινή, το Ισραήλ, ο Λίβανος και η Τουρκία –πραγματικά διεθνής διαγωνισμός. Δεν υπήρχε ούτε μία υποβολή από την Ελλάδα. Αυτή η εικόνα συνεχίζεται και σε άλλες σφαίρες. Οι μεγάλοι παίκτες της αγοράς επεκτείνουν τις λατινικές τους γραμματοσειρές και στο ελληνικό αλφάβητο, αλλά η ανάμιξη Ελλήνων είναι, με πραγματικά ελάχιστες εξαιρέσεις, αμελητέα. Όμως, υποκινούμενοι από την επιθυμία να κάνουν σωστή δουλειά και από την αρχική άγνοια για τα χαρακτηριστικά του ελληνικού τυπογραφικού αλφάβητου, οι μη Έλληνες σχεδιαστές επιτυγχάνουν αξιόλογα αποτελέσματα. Από την έντονη και ιδιαίτερη καλλιγραφική του ταυτότητα, το ελληνικό τυπογραφικό αλφάβητο προτείνει προβλήματα στο σχεδιαστή που δεν απαντώνται με τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται στο λατινικό. Περισσότερα γι όλα αυτά σε λίγες μέρες στο συνέδριο.

 

Είσαι μέλος και της επιστημονικής επιτροπής του συνεδρίου. Μίλησέ μου γι’ αυτό, με τί φιλοδοξίες ξεκινάτε; Συναντήσατε προβλήματα στη διοργάνωση;

Το συνέδριο «Τυπογραφία: Ιστορία, Θεωρία, Εκπαίδευση» σημαδεύει δέκα χρόνια από το συνέδριο του 1992 στα πλαίσια του προγράμματος DIDOT, και εφτά χρόνια από το ‘Ελληνικά Γράμματα: από τη Σκληρή Πέτρα στο Σκληρό Δίσκο’. Αν και με διεθνείς συμμετοχές, κανένα από τα προηγούμενα δεν πλησιάζει σε φιλοδοξία και εμβέλεια το συνέδριο που θα γίνει υπό την αιγίδα του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και με τη συνδιοργάνωση των εκδόσεων του πανεπιστημίου και της Altervision. Όσοι παρευρεθούν θα έχουν τη δυνατότητα να ακούσουν και να συζητήσουν με σχεδόν σαράντα από τους σημαντικότερους ανθρώπους στο χώρο σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και ισάριθμους Έλληνες με αντίστοιχη συνεισφορά εντός των συνόρων. Πρέπει, δε, να τονίσω ότι έχει δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στο να υπάρχουν ευκαιρίες για απρογραμμάτιστες συναντήσεις και συζητήσεις, ώστε οι σύνεδροι να επωφεληθούν κατά το δυνατό από την παρουσία Ελλήνων και ξένων ομιλητών.

Δεν είναι όμως όλα ρόδινα: η οργανωτική επιτροπή έχει περάσει από φωτιά και σίδερο για να στήσει ένα συνέδριο διεθνούς βεληνεκούς και επιπέδου, συχνά ερχόμενη αντιμέτωπη με τις χειρότερες πλευρές της ελληνικής πραγματικότητας. Πράγματα που, στο εξωτερικό, για μια τέτοια οργάνωση θα θεωρούνταν αυτονόητα, όπως η ουσιαστική υποστήριξη από κρατικούς και τοπικούς φορείς, κυνηγιούνται μέχρι την τελευταία στιγμή. Περισσότερο με ξενίζει, πάντως, η συμπεριφορά ιδιωτικών επιχειρήσεων, από εκτυπωτικές μονάδες μέχρι μεταπωλητές λογισμικού: έξω, η ενεργή συμμετοχή και υποστήριξη για παρόμοιες εκδηλώσεις αντιμετωπίζονται ως μοναδικές ευκαιρίες τόσο για προώθηση προϊόντων και υπηρεσιών, όσο και για σύναψη σχέσεων με πελάτες. Στο ελληνικό πλαίσιο, που έχουμε τόσα χρόνια να δούμε αντίστοιχο γεγονός, η απάθεια διαφόρων φορέων, επιχειρήσεων, και σχολών είναι τραγική, εάν σκεφτεί κανείς ότι αυτή η νοοτροπία περνάει με τη σειρά της σε εργαζόμενους και φοιτητές. Θα ήθελα πάντως εδώ να αναφέρω το όνομα του Κλήμη Μαστορίδη, που με το ένα πόδι στο Πανεπιστήμιο και το άλλο στην Altervision δουλεύει ακατάβλητα για την επιτυχία του συνεδρίου. Και, σημείωσε, τα λέω όλα αυτά με τη γνώση ότι στην επικοινωνία μας ο Κλήμης με έχει προστατεύσει από τις πιο απογοητευτικές στιγμές της προσπάθειας αυτής. Καλύτερα, όμως, να τελειώσουμε σε αισιόδοξη νότα: όλα αυτά που ελάχιστα αγγίξαμε σε αυτή τη συζήτηση μπορούμε να τα συνεχίσουμε στη Θεσσαλονίκη πρόσωπο με πρόσωπο. Εγώ θα περιμένω να δω από κοντά τους επαγγελματίες, δάσκαλους, και φοιτητές που ενδιαφέρονται για την ελληνική ταυτότητα στο διεθνές πλαίσιο, και να ανταλλάξουμε εμπειρίες και γνώμες.

(Τη συνέντευξη επιμελήθηκε ο Σωτήρης Δαματόπουλος. Δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του 2002)