Greek fonts and cultural identity

(Δημοσιεύτηκε στην ειδική έκδοση με τίτλο Ελληνική τυπογραφία του Marketing Week το 2000. Σήμερα έχει ενδιαφέρον περισσότερο για την απεικόνιση της εποχής.)

Τί προσδιορίζει την τυπογραφική ταυτότητα μιας γλώσσας; Οι περισσότεροι παράγοντες που συνεισφέρουν στην εικόνα που έχουμε για την έντυπη παραγωγή, υλικοί (διαστάσεις και αναλογίες αντεικειμένων, ποιότητα χαρτιού, τεχνολογία και τεχνική εκτύπωσης, βιβλιοδεσία) και γραφικοί (εικαστικές αναπαραστάσεις, σύμβολα και εικονογραφήματα, χρήση του χρώματος, κ.ο.κ.) μεταβάλλονται με σχετικά ταχύ ρυθμό, ειδικά αν περιορίσουμε την οπτική μας στον εικοστό αιώνα. Από την άλλη, υπάρχει κι ένας παράγοντας που δρα ως «σιωπηλός παρονομαστής» σε κάθε σχεδόν αντικείμενο έντυπης και ηλεκτρονικής επικοινωνίας: το σχέδιο και η στοιχειοθεσία των γραμματοσειρών.

Πριν προχωρήσω, είναι σημαντικό να διευκρινήσω δύο σημεία. Πρώτον, στον προσδιορισμό της ελληνικής τυπογραφικής ταυτότητας συνεισφέρουν ακόμα –σε σημαντικό βαθμό– τα ελληνικά κείμενα που παράγονται έξω από τα σύνορα της Ελλάδας: από τις κατά τόπους ελληνικές κοινότητες, τους πολυπληθείς ακαδημαϊκούς που μελετούν το σύνολο της ελληνικής γραμματείας, και τους εκδότες δίγλωσσων θρησκευτικών κειμένων (η αγορά των οπoίων, σε παγκόσμιο επίπεδο, είναι σημαντική). Δεύτερον, η τυπογραφική παραγωγή δεν περιορίζεται πια στα έντυπα κείμενα, αλλά περιλαμβάνει και τα κείμενα που εμφανίζονται μόνο ή και σε οθόνες υπολογιστών. Τέτοια κείμενα βρίσκουμε σε ιστοσελίδες, CD-ROMs, δικτυακά συστήματα, (π.χ. intranets) και σε κάθε ανταλλαγή πληροφοριών μέσω οθόνης –από την τηλεόραση μέχρι τα μηχανήματα ανάληψης μετρητών και τα κινητά τηλέφωνα.

Η βαρύτητα του ρόλου των γραμματοσειρών γίνεται πιο εμφανής εάν αναλογιστούμε ότι ο συντριπτικός όγκος των πληροφοριών που μας παρέχονται και παράγουμε, αλλά και με τις οποίες αλληλεπιδρούμε ή ερχόμαστε σε ακούσια επαφή, βρίσκονται σε κειμενική παρά καθαρά γραφική μορφή. Όσο μάλιστα πιο περίπλοκες είναι οι πληροφορίες που θέλουμε να μεταφέρουμε, τόσο μεγαλύτερη είναι και η συχνότητα χρήσης πολύπλοκων κειμενικών μορφών (συνήθως κάποιος συνδυασμός ρέοντος κειμένου, πινάκων, και καταστάσεων, συχνά δε μαζί με γραφικά στοιχεία). Τα εκτενή ασυνεχή κείμενα (hypertext) που γνωρίζουν έκρηξη με το Διαδύκτιο είναι μόνο η πιο εμφανής πτυχή ενός ραγδιαία αναπτυσσόμενου προτύπου επικοινωνίας. Συνεπώς, οι γραμματοσειρές που χρησιμοποιούνται για όλες αυτές τις πολυσχιδείς μορφές επικοινωνίας κατέχουν πρωταρχική θέση στο σχηματισμό της τυπογραφικής ταυτότητας μιας γλώσσας. Ειδικά στην περίπτωση της ελληνικής, η εξέλιξη του σχεδίου των γραμματοσειρών έχει διαγράφει μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία, όπου αναμιγνύονται τόσο το εσωτερικό πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον, όσο και η ευρύτερη σχέση της ελληνικής κοινωνίας με τη Δύση.

Ο εικοστός αιώνας βρήκε την Ελλάδα να εισάγει τα περισσότερα από τα ουσιαστικά τυπογραφικά πρότυπα, και κύρια τις γραμματοσειρές, από τις ευρωπαϊκές χώρες. Ο συντριπτικός όγκος των ελληνικών εντύπων ιστορικά τυπωνόταν με κάποια παραλλαγή των «απλών» που είχαν τις ρίζες τους στα στοιχεία του Didot, και πιο πίσω στα αναγεννησιακά χειρόγραφα των Βυζαντινών μεταναστών στην Ιταλική χερσόνησο. Τα ελληνικά στοιχειοχυτήρια απλά αναπαρήγαγαν ή τροποποιούσαν τις γραμματοσειρές για κείμενο της Lanston Monotype και της Mergenthaler Linotype, περιορίζοντας τις σχεδιαστικές αναζητήσεις τους στις γραμματοσειρές τίτλων ή διαφημιστικών καταχωρήσεων, που από τη φύση τους ήταν καταδικασμένες στη λήθη. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα «απλά», τα οποία οικοιοποιήθηκαν από τα πρώτα κιόλας χρόνια οι εταιρείες μηχανικής στοιχειοθεσίας, απαντώνται σε ένα σημαντικό ποσοστό της έντυπης παραγωγής στις μέρες μας, και ιδιαίτερα στη λογοτεχνία.

Οι δεκαετίες του 50 και 60 είδαν την άνθηση του International Style – της λεγόμενης «ελβετικής» σχολής σχεδιασμού. Τα πιο γνωστά γεννήματά της στο χώρο των γραμματοσειρών είναι η Neue Haas Helvetica και η Univers, ξεκάθαροι αντιπρόσωποι της τάσης για ορθολογικοποίηση και κανονικοποίηση των γραμματομορφών. Εκείνον όμως τον καιρό η Ελλάδα βρισκόταν σχεδιαστικά τρεις δεκαετίες πίσω: η Monotype λανσάριζε την οικογένεια των Times, που είχαν πρωτοσχεδιαστεί το 1932, και έχει τις ρίζες της στα εντελώς διαφορετικά πρότυπα του Ολλανδικού 16ου αιώνα. Τα ελληνικά Times ενσωμάτωσαν αυτή την ασυνέπεια επιρροών στο σχεδιασμό τους, διαπράττοντας το πρώτο από τα πολλά βήματα στην πορεία του εκφυλισμού του ελληνικού τυπογραφικού αλφάβητου. Τα sans serifs της Ελβετικής Σχολής άρχισαν να φτάνουν στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του 70. Για πολλούς κύκλους η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από την έντονη τάση της Ελλάδας να αποκτήσει όλα τα σημεία μιας Δυτικής κουλτούρας, συχνά απορρίπτοντας την ελληνική παράδοση (κάτι που θα συνεχιστεί με ένταση καθόλη τη διάρκεια και της επόμενης δεκαετίας). Οι –ξένοι πάντα– σχεδιαστές είχαν λοιπόν ξεκάθαρες εντολές: «θέλουμε ελληνικές γραμματοσειρές που να μοιάζουν με τις λατινικές». Το αποτέλεσμα, που τυραννάει την ελληνική τυπογραφική παραγωγή μέχρι τις μέρες μας, φαίνεται όχι τόσο στην Helvetica και την Optima (η πρώτη έκδοση των οποίων ήταν πολύ πιο προσεγμένη από τις επόμενες) όσο στις σχεδιαστικές παραλείψεις και ακροβασίες της Baskerville, της Century Schoolbook, και της Souvenir.

Δυστυχώς στο υπόλοιπο της δεκαετίας του 70 και το πρώτο μισό της δεκαετίας του 80 η κατάσταση δε βελτιώθηκε. Πολλές γραμματοσειρές μεταφέρονταν από το μέταλλο σε μια σειρά ολόκληρη από φωτοστοιχειοθετικές τεχνολογίες, και από αυτές σε διάφορα ψηφιακά πρότυπα· και, όπως και με τις λατινικές γραμματοσειρές, ελάχιστες ήταν οι περιπτώσεις που κάθε μετατροπή δεν αλλοίωνε και κάποιο χαρακτηριστικό, κατά κανόνα προς το χειρότερο. Η τάση αυτή για προσαρμογή υπαρχόντων γραμματομορφών σε νέες τεχνολογίες και από το λατινικό στο ελληνικό αλφάβητο έλαβε νέες διαστάσεις από το 1984–85, με δραματικές συνέπειες για τις ελληνικές γραμματοσειρές. Τρεις σημαντικοί παράγοντες συνεισέφεραν σε αυτή την εξέλιξη. Πρώτον, η υιοθέτηση, από το 1982, του μονοτονικού συστήματος, που μείωσε σημαντικά το επίπεδο γνώσεων για τη γλώσσα που έπρεπε κάποιος να έχει πριν ασχοληθεί με εφαρμογές του ελληνικού αλφάβητου –μια εξέλιξη που εξυπηρετούσε ιδιαίτερα τους εκδότες εφημερίδων και περιοδικών. Δεύτερον, η διάθεση στην αγορά το Γενάρη του 1984 του πρώτου Macintosh, και λίγο αργότερα των πρώτων προγραμμάτων που επέτρεπαν τη μετατροπή γραμματοσειρών χωρίς να απαιτούνται γνώσεις προγραμματισμού. Και τρίτον, η σταδιακή προαγωγή των προτύπων κωδικοποίησης γραμματοσειρών σε 8-bits ISO 8859-7, Win 1253, και MacOS Greek. Αυτά τα πρότυπα συνδυάζουν στο ίδιο αρχείο τους βασικούς λατινικούς χαρακτήρες με τους ελληνικούς, επιτρέποντας σε κάθε επιτήδειο, αντί να δημιουργεί νέες ελληνικές γραμματομορφές, να «δανείζεται» τμήματα ή και αυτούσιους λατινικούς χαρακτήρες προκειμένου να ξεπετάξει σε λίγες μέρες ό,τι κανονικά απαιτεί βδομάδες και μήνες για να ολοκληρωθεί.

Στα παραπάνω θα πρέπει να προσθέσουμε και δύο εγχώριους παράγοντες: από τη μία, το γενικότερο κλίμα αδιαφορίας ως προς τα διεθνή πρότυπα (τόσο νομικά, όσο και σωστής επιχειρηματικής συμπεριφοράς) και την ιδιαίτερα ελληνική τάση για γρήγορο χρήμα και την –ξεπερασμένη πια, πιστεύω– νοοτροπία του «τί ξέρει ο Ευρωπαίος/Αμερικάνος, εμείς να κάνουμε τη δουλειά μας» που μεσουρανούσε σε πολλούς κύκλους μέχρι και τις αρχές της περασμένης δεκαετίας. Από την άλλη, την έκρηξη του περιοδικού τύπου και γενικότερα της έντυπης παραγωγής κάθε είδους που έθρεψε πλήθος σχολών γραφιστικής και έναν ολόκληρο κλάδο service bureaus. Εκείνα τα χρόνια είδαμε στο βωμό της ταχείας επαγγελματικής κατάρτισης και της φτηνής παραγωγής να θυσιάζεται τόσο το βάθος και η ουσία της εκπαίδευσης, όσο και η προσδοκία και η ικανότητα για ποιότητα στο αποτέλεσμα.

Η περασμένη δεκαετία είδε κάποια βελτίωση σε αρκετούς τομείς. Πολλοί «αεριτζήδες» μετακινήθηκαν σε περισσότερο υποσχόμενες δραστηριότητες (αρχικά στα πολυμέσα, πρόσφατα στο σχεδιασμό για το Διαδύκτιο), αφήνοντας τους επαγγελματίες –με την σοβαρή έννοια του όρου– στο προσκήνιο. Αρκετοί πελάτες των σχετικών κλάδων έχουν αρχίσει να αναγνωρίζουν την πολυσχιδία της έντυπης παραγωγής και να αναζητούν την ποιοτική εργασία. Οι σχετικές εκδόσεις αυξάνουν, υπάρχει διάλογος σε ζητήματα εκπαίδευσης και πρακτικής στο χώρο, και κάποιες ενδείξεις μια στροφής προς ουσιαστικότερες βάσεις στην εκπαίδευση και κατάρτιση στο χώρο (αν και συχνά αναρωτιέμαι: πόσες σχολές γραφιστικής και επικοινωνίας είναι συνδρομητές στο ΥΦΕΝ;). Ακόμα, και είναι πολύ σημαντικό αυτό, υπάρχει μια σαφής αφύπνιση επαγγελματιών και πελατών σε ζητήματα νομικής τάξης και ευθυγράμμισης με τον υπόλοιπο κόσμο. Παρόλα αυτά, πολλές γραμματοσειρές που κυκλοφορούν στην αγορά εξακολουθούν να παραβαίνουν εθνικές και διεθνείς συμβάσεις για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας και της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Επιπλέον, πληρώνοντας την ελλιπή εκπαίδευση και κατάρτιση των τελευταίων δύο δεκαετιών, οι περισσότερες ελληνικές γραμματοσειρές που κυκλοφορούν ακόμα καταδεικνύουν την άγνοια για βασικά χαρακτηριστικά των ελληνικών γραμματομορφών, το σωστό σχεδιασμό γραμματοσειρών, και τη σωστή στοιχειοθεσία.

Στο μεταξύ όμως, όσον καιρό η Ελλάδα προσπαθεί να αρθεί στο τυπογραφικό επίπεδο που αρμόζει σε μια αναπτυγμένη κοινωνία και οικονομία, από το 1993 (πάνω-κάτω από την εποχή των browsers δεύτερης γενιάς) έχει αλλάξει ραγδαία το σκηνικό της δραστηριοποίησης των επιχειρήσεων. Πολύ πριν γίνει έννοια-μόδα στο επιχειρηματικό πεδίο, η περιώνυμη «παγκοσμιοποίηση» πραγματοποιείται στο πεδίο των υπολογιστών από το 1988, και κύρια από το 1991 μετην ίδρυση του Unicode Consortium (τα μέλη του Συμφώνου είναι ένα who-is-who των σημαντικών επιχειρήσεων στο χώρο: Adobe, Apple, Compaq, Microsoft, HP, IBM, NCR, Novell, Oracle, Unisys, SAP, Silicon Graphics, Sun, Xerox, κ.ο.κ.) Με λίγα λόγια, το πρότυπο Unicode, που είναι ουσιαστικά ταυτόσημο με το ISO 10646, καθορίζει την εννιαία κωδικοποίηση τυπογραφικών χαρακτήρων για κάθε σύστημα γραφής που χρησιμοποιείται σήμερα ανά τον κοσμο· στη σημερινή τρίτη έκδοσή του οι καταχωρημένοι χαρακτήρες ξεπερνούν τις 50.000. Αυτό επιτρέπει την υπέρβαση διαφορών σε πλατφόρμες, πρότυπα κωδικοποίησης γραμματοσειρών και αρχείων, και διαφορετικών συμβάσεων για καταχώριση και αναγνώριση δεδομένων ανάμεσα σε λειτουργικά συστήματα και εφαρμογές, ανεξάρτητα από το γλωσσικό περιβάλλον στο οποίο γίνεται η επεξεργασία του αρχείου. Πρόκειται δηλαδή για μια ουσιαστική κίνηση προς μια ανοιχτή, απρόσκοπτη και κύρια αξιόπιστη ανταλλαγή πληροφοριών σε παγκόσμιο επίπεδο. Γιατί είναι αυτό τόσο σημαντικό; Οποιοσδήποτε πρωτοετής φοιτητής οικονομικών επιστημών μπορεί να βεβαιώσει ότι ο κύριος άξονας ανάπτυξης της οικονομίας και κοινωνίας σε παγκόσμιο επίπεδο στη μεταβιομηχανική εποχή είναι η ανταλλαγή και αξιοποίηση πληροφοριών. Η σημασία όμως της αξιοπιστίας στη ηλεκτρονική μεταφορά δεδομένων γίνεται πιο κατανοητή αν αναλογιστούμε ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των πληροφοριών που οι διάφορες επιχειρήσεις και οργανισμοί, αλλά και οι ιδιώτες, ανταλλάσσουν είναι σε κάποια κειμενική μορφή (ρέον κείμενο, πίνακες, καταστάσεις, βάσεις δεδομένων, και κάθε είδους λογισμικό).

Τα προβλήματα ανάμεσα στις δυτικές χώρες που χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο, και σε δεύτερο επίπεδο το κυριλλικό και ελληνικό, είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Οι οικονομίες της Άπω Ανατολής αποτελούν ένα ιδιαίτερα δυναμικό πεδίο, ενώ η Κίνα είναι ήδη σε τροχιά για μια «ελεγχόμενη» μεταβιομηχανική οικονομία. Παράλληλα, η Ινδία ανατέλλει αργά αλλά σταθερά ως πυρήνας ανάπτυξης στην υψηλή τεχνολογία. Επιπλέον, σε αντίθεση με τις ήδη εξοπλισμένες (και σε κάποιο βαθμό βεβαρυμένες) από υψηλή τεχνολογία δυτικές οικονομίες, οι νέες αγορές της Ινδίας, της Κίνας, της Ρωσίας, και πολλών μικρότερων κρατών προσφέρουν μια σχεδόν απύθμενη αγορά νέων ολόκληρων συστημάτων, που θα επιτρέψει σε όσους διαβούν το κατώφλι τους να αυξήσουν τον κύκλο των εργασιών τους πέρα από κάθε σημερινό επίπεδο.

Ο σχεδιασμός όμως γραμματοσειρών που να καλύπτουν όλο το φάσμα του Unicode δεν είναι ούτε εφικτός, αλλά ούτε και σύμφωνος με τους στόχους τρου Συμφώνου. Αντίθετα, οι διάφορες επιχειρήσεις που εξελίσσουν λειτουργικά συστήματα και τις γραμματοσειρές που τα συνοδεύουν (κατά κύριο λόγο οι Adobe, Apple, Microsoft, και Monotype) έχουν καθορίσει κάποια υπο-τμήματα του Unicode που καλύπτουν συγκεκριμένες αγορές. Ένα από τα πιο αναπτυγμένα τμήματα είναι αυτό που καλύπτει το διευρυμένο λατινικό αλφάβητο (δηλαδή για όλες τις γλώσσες που το χρησιμοποιούν στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο), το κυριλλικό, και το μονοτονικό ελληνικό. (Για παράδειγμα, οι γραμματοσειρές στις τελευταίες εκδόσεις των Windows και Windows ΝΤ ακολουθούν το αντίστοιχο πρότυπο WGL4). Εδώ και περίπου δύο χρόνια όλο και περισσότερες πολυεθνικές επιχειρήσεις εξελίσσουν γραμματοσειρές που περιλαμβάνουν και ελληνικούς χαρακτήρες. Βέβαια, οι σχεδιαστές που εργάζονται σε αυτές τις επιχειρήσεις δεν διαβάζουν ελληνικά, ούτε έχουν γνώση της ελληνικής τυπογραφικής ιστορίας. Ανακύπτει, συνεπώς, το σημαντικό ερώτημα του κατά πόσον το σχέδιο κάποιας νέας γραμματοσειράς σέβεται την τυπογραφική ιστορία μιας γλώσσας και επεκτείνει σε σωστές βάσεις την τυπογραφική της μορφολογία. Με άλλα λόγια, είναι ένα σχέδιο πολιτισμικά συνεπές και αμιγές, ανοίγοντας νέες σχεδιαστικές οδούς με εμπεριστατωμένη άποψη; Ή μήπως αναμιγνύει χωρίς γνώση δάνεια και δυνάμει φθοροποιά στοιχεία; (Κάτι για το οποίο πολλοί έλληνες σχεδιαστές είναι δυστυχώς ένοχοι.) Σε γενικές γραμμές οι μη-έλληνες σχεδιαστές τα καταφέρνουν αρκετά καλά: από τη μια πλευρά, η άγνοια επιβάλλει την προσοχή· από την άλλη, η γενική τάση είναι να αναζητούν και τη γνώμη κάποιου έλληνα ειδικού.

Τα περισσότερα από αυτά τα προγράμματα έχουν αρχίσει να παρουσιάζουν κορεσμό όσον αφορά τις ελληνικές γραμματοσειρές, καθώς οι κύριες επιχειρήσεις του χώρου ρίχνουν το βάρος τους στα CJK (Chinese, Japanese, Korean) και στα πολλαπλά και πολύπλοκα ινδικά συστήματα γραφής. Μένει όμως στο επόμενο επίπεδο ενδιαφερομένων, τις επιχειρήσεις που χρησιμοποιούν ή εκπονούν νέες ελληνικές γραμματοσειρές (π.χ. ως βάση για μια εταιρική ταυτότητα) να εξασφαλίζουν ότι αυτές είναι καταρχήν νομικά «καθαρές», και ότι αντιπροσωπεύουν επάξια την ελληνική τυπογραφική ταυτότητα σε διεθνές επίπεδο. Η σημασία της νομικής επάρκειας μια γραμματοσειράς είναι προφανής (και σχετικά εύκολο να εξασφαλιστεί). Η πολιτισμική επάρκεια όμως είναι εξίσου σημαντική, ειδικά σε ένα πλαίσιο πολιτιστικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων όπου διάφορες κουλτούρες ανταγωνίζονται –από τη μια στο πεδίο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο, απότην άλλη σε μια επικοινωνιακή πραγματικότητα που δε γνωρίζει σύνορα. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, το έντυπο και ηλεκτρονικό «πρόσωπο» ενός πολιτισμού αποκτά βαθύτερη σημασία. Η εδραίωση μιας ανεξάρτητης, αμιγούς, και ολοκληρωμένης τυπογραφικής ταυτότητας ξεκινά από τις σωστά και υπεύθυνα σχεδιασμένες γραμματοσειρές.