Τριτοβάθμια εκπαίδευση γραφιστικής (2010)

Δύο απαντήσεις για την τριτοβάθμια εκπαίδευση στην γραφιστική στην Ελλάδα


Θανάσης Αντωνίου Ποια είναι η εικόνα που έχετε για το συνολικό επίπεδο της ελληνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης πάνω στο γραφιστικό σχεδιασμό και ποια είναι η σχέση του με το αντίστοιχο επίπεδο στην αγγλική πανεπιστημιακή εκπαίδευση;

ΓΛ Η εικόνα που έχω για την επαγγελματική εκπαίδευση στο χώρο μας στην Ελλαδα ειναι δειγματολειπτικη και εξ αποστάσεως, συνεπως ελλειπής και αναξιόπιστη. Στο βαθμό που ενδιαφέρει, φαίνεται οτι σε γενικές γραμμές προσανατολίζεται στην κατάρτιση, δηλαδή το χτίσιμο δεξιοτήτων για επαγγελματίες, παρά την εκπαίδευση, δηλαδή την ανάπτυξη μιας ευρύτερης αντίληψης για το χώρο της τυπογραφίας και τη αναμιξη με την έρευνα στο χώρο. Με άλλα λόγια ο σχεδιασμός δεν πρέπει να περιορίζεται στην επίλυση ενός συγκεκριμένου προβλήματος (o σχεδιαστής ως problem-solver) αλλά να επεκτείνεται στην αλληλεπίδραση με το πολιτισμικό πλαίσιο (ο σχεδιαστής ως cultural commentator), και την καινοτομία στο χώρο (o σχεδιαστής ως innovator). Αυτή η εξάπλωση της αντίληψης του επαγγελματία ως παράγοντα που συμμετέχει και πιθανά συνεισφέρει στο γνωστικό χώρο είναι μια εξέλιξη που δε μπορεί να κινητοποιηθεί μέσα από την αγορά εργασίας, παρά από τις διάφορες σχολές. (Η σύγκριση με την αρχιτεκτονική ως χώρο έρευνας, εκπαίδευσης, και επαγελματικής δραστηριοποίησης προσφέρει το πιο πρόσφορο παράδειγμα.)
Θανάσης Αντωνίου Γιατί μέχρι σήμερα η δημόσια εκπαίδευση στη γραφιστική, έτσι όπως ασκείται στο ΤΕΙ της Αθήνας, δεν ΄χει καταφέρει να αποκτήσει εκτόπισμα στην ελληνική αγορά και να αντιμετωπίσει την πρωτοκαθεδρία των ιδιωτικών σχολών; Είναι μόνο ζήτημα χρημάτων; Είναι ζήτημα προσωπικοτήτων- διδασκόντων; Ή έχει να κάνει με τη γενικότερη κακοδαιμονία της εκπαίδευσης στην Ελλάδα;

ΓΛ Δυστυχώς δεν μου έχει δοθεί η ευκαιρία να γνωρίσω το πρόγραμμα των ΤΕΙ απο κοντά, οπότε δε μπορώ να εκφέρω γνώμη. Υπάρχουν όμως κάποιες παράμετροι που ισύχουν γενικότερα, που διαφοροποιούν τη δημόσια από την ιδιωτική εκπαίδευση στο χώρο. Πρώτα από όλα η συνέχεια και η μακροπρόθεσμη προοπτική: ένα δημόσιο πρόγραμμα μπορεί να ενσωματώσει πηγές και εμπειρία ετών, θέτοντας στόχους για την ευρύτερη διαμόρφωση του χώρου (για παράδειγμα την παραγωγή ερευνητών και διδασκόντων της επόμενης γενιάς). Δεύτερον, η επένδυση σε υλικοτεχνική υποδομή (π.χ. εκτυπωτικές μηχανές) και αρχειακό υλικό (π.χ. συλλογές εντύπων και αντικειμένων) που συνεισφέρουν όχι μόνο στην βαθύτερη κατανόηση του αντικειμένου, αλλά και στην ενθάρρυνση της έρευνας στο χώρο, και της αναβάθμισης του γνωστικού χώρου στην ευρύτερη κοινωνία. Τρίτο, η υποστήριξη διδασκόντων με μεγάλο βαθμό απασχόλησης με στόχο την καλλιέργεια αρίστων τεχνικών διδασκαλίας, αλλά και την παραγωγή ερευνητικού έργου. Με άλλα λόγια, η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι ενώ τα ιδιωτικά ιδρύματα προσανατολίζονται στην άμεση εξυπηρέτηση της αγοράς, τα δημόσια ιδρύματα έχουν τη δυνατότητα να παράγουν γνώση, και να αναπτύξουν τον γνωστικό πεδίο στο οποίο στηρίζεται η επαγγελματική δραστηριότητα. Τέλος, υπάρχει και ένας ουσιαστικός κίνδυνος από τον οποία νομίζω ότι υποφέρουν τα ΤΕΙ: ενώ το Κράτος πρέπει να χρηματοδοτεί τις σχολές, πέραν τούτου πρέπει απλά να εμπιστεύεται τους ερευνητές και διδάσκοντες να σχηματίσουν οι ίδιοι τα προγράμματα σπουδών με ευελιξία και με ευαισθησία στην εξέλιξη του χώρου, χωρίς άλλη ανάμιξη.